κοκκίνοις

κοκκίνοις
κόκκινος
scarlet
masc/neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κόκκινος — η, ο (AM κόκκινος, ίνη, ον) 1. αυτός που έχει το χρώμα τής παπαρούνας, ερυθρός, πορφυρός, κοκκινοβαμμένος (α. «σπρώχνει στη θήκη κόκκινο το γιαταγάνι ο κλέφτης», Βαλαωρ. β. «καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν περιέθηκαν αὐτῷ χλαμύδα κοκκίνην», ΚΔ) 2. (το ουδ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”